Μοιχεία στα ολλανδικά

Μετάφραση: μοιχεία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overspel, echtbreuk, van overspel, ontucht
Μοιχεία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιχεία

μοιχεία ποινικό αδίκημα, μοιχεία και διαζύγιο, μοιχεία λεξικό, μοιχεία ορθοδοξία, μοιχεία ονειροκρίτης, μοιχεία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοιχεία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοιρολογώ στα ολλανδικά - weeklagen, bejammeren, bewenen, bewene, lang bewenen, te bewenen
  • μοιρολόι στα ολλανδικά - treurzang, lijkzang, klaagzang, klaaglied, dirge
  • μοιχικός στα ολλανδικά - overspelig, overspelige, adulterous, overspel, de overspelige
  • μοιχός στα ολλανδικά - echtbreker, overspelige, overspeler, overspelers, overspelige man
Τυχαίες λέξεις
Μοιχεία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overspel, echtbreuk, van overspel, ontucht