Μπικουτί στα δανικά
Μετάφραση: μπικουτί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rulle, tromle, valse, curler, krøllejern, krøllejernet, curlingspiller, krøllejernet selv
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπικουτί
μπικουτί φιλαδέλφεια, μπικουτί νέα φιλαδέλφεια, μπικουτί λεξικό γλώσσας δανικά, μπικουτί στα δανικά
Μεταφράσεις
- μπηχτή στα δανικά - bichti
- μπιζέλι στα δανικά - ært, ærter, ærtens, ærten, pea
- μπισκότο στα δανικά - kiks, biskuit, småkage, biscuit, småkager
- μπλέκω στα δανικά - vikle, entangle, filtret ind i, sammenfiltre, filtret ind
Τυχαίες λέξεις
Μπικουτί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rulle, tromle, valse, curler, krøllejern, krøllejernet, curlingspiller, krøllejernet selv
Μεταφράσεις: rulle, tromle, valse, curler, krøllejern, krøllejernet, curlingspiller, krøllejernet selv