Νοίκι στα δανικά
Μετάφραση: νοίκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοίκι
φόρος- ενοίκιο, νοίκι λεξικό γλώσσας δανικά, νοίκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- νιφάδα στα δανικά - bid, stump, fnug, stykke, flake, flage, flager, ...
- νιώθω στα δανικά - følelse, mærke, føle, føler, føle sig, at føle, føler sig
- νοημοσύνη στα δανικά - fornuft, intelligens, efterretninger, intelligence, efterretningstjeneste
- νοητός στα δανικά - tænkelige, tænkeligt, tænkelig, musikkataloger
Τυχαίες λέξεις
Νοίκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
Μεταφράσεις: leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes