Νοίκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: νοίκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhuren, pachten, huur, huren, scheur, huurprijs, te huur, verhuur
Νοίκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοίκι

φόρος- ενοίκιο, νοίκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοίκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νιφάδα στα ολλανδικά - vlok, schilfer, flake, vlokken, vlok van
  • νιώθω στα ολλανδικά - betasten, gewaarworden, bevoelen, voelen, gevoel, aanvoelen, tasten, ...
  • νοημοσύνη στα ολλανδικά - intellect, geest, verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten
  • νοητός στα ολλανδικά - denkbaar, denkbare, ondenkbaar
Τυχαίες λέξεις
Νοίκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verhuren, pachten, huur, huren, scheur, huurprijs, te huur, verhuur