Νοίκι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: νοίκι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alugar, glória, aluguer, aluguel, renda, arrendar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοίκι
φόρος- ενοίκιο, νοίκι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νοίκι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- νιφάδα στα πορτογαλικά - floco, flake, floco de, do floco, flocos de
- νιώθω στα πορτογαλικά - sentir, sentimento, apalpar, apascentar, experimentar, alimentação, alimentar, ...
- νοημοσύνη στα πορτογαλικά - inteligência, de inteligência, a inteligência, informações, inteligência de
- νοητός στα πορτογαλικά - imaginável, concebível, pensável, pensáveis, thinkable
Τυχαίες λέξεις
Νοίκι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alugar, glória, aluguer, aluguel, renda, arrendar
Μεταφράσεις: alugar, glória, aluguer, aluguel, renda, arrendar