Νοικάρης στα δανικά

Μετάφραση: νοικάρης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Roomer
Νοικάρης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικάρης

νοικάρης στην καρδιά σου, νοικάρης λεξικό γλώσσας δανικά, νοικάρης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νοθεύω στα δανικά - sofistikeret, sophisticate, sofistikerede, sofistikere
  • νοιάζομαι στα δανικά - stof, sag, anliggende, ting, materie, pleje, sig, ...
  • νοικιάζω στα δανικά - hyre, leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
  • νοικοκύρης στα δανικά - vært, husmor, hjemmegående, homemaker, hjemmearbejdende
Τυχαίες λέξεις
Νοικάρης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Roomer