Νόμιμα στα δανικά
Μετάφραση: νόμιμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovligt, juridisk, retligt, lovlig, er lovligt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμιμα
νόμιμα ιδιαίτερα μαθήματα, νόμιμα τα αυθαίρετα επί αιγιαλού και παραλίας, νόμιμα γραφεία ευρέσεως εργασίας, νόμιμα ναρκωτικά, νόμιμα τα αυθαίρετα με αντιπαροχή, νόμιμα λεξικό γλώσσας δανικά, νόμιμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- νόημα στα δανικά - sans, mening, betyder, hvilket betyder
- νόμιζα στα δανικά - tanke, troede, tænkte, syntes, trøde
- νόμιμος στα δανικά - lovlig, juridiske, juridisk, retlige, retlig
- νόμισμα στα δανικά - valuta, mønt, valutaen
Τυχαίες λέξεις
Νόμιμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lovligt, juridisk, retligt, lovlig, er lovligt
Μεταφράσεις: lovligt, juridisk, retligt, lovlig, er lovligt