Ξαπλώνω στα δανικά
Μετάφραση: ξαπλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lægge, sætte, løgn, ligger, ligge, løgnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξαπλώνω
ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ξαπλώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξανασυμβαίνω στα δανικά - xanasymvaino
- ξανθός στα δανικά - fyr, tænde, let, retfærdig, oplyse, lys, belysning, ...
- ξαφνιάζω στα δανικά - overraskelse, overraskende, surprise, overraske
- ξαφνικά στα δανικά - pludseligt, pludselig
Τυχαίες λέξεις
Ξαπλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lægge, sætte, løgn, ligger, ligge, løgnen
Μεταφράσεις: lægge, sætte, løgn, ligger, ligge, løgnen