Ξεκουμπώνω στα δανικά
Μετάφραση: ξεκουμπώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
unbuckle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκουμπώνω
ξεκουμπώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ξεκουμπώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξεκαρδιστικός στα δανικά - sjove, lattervækkende, hylende morsomme, morsom, løssluppent
- ξεκινώ στα δανικά - begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
- ξεκουράζομαι στα δανικά - hvile, ro, pause, rest, blive, læne sig tilbage, læne dig tilbage, ...
- ξεκουραστικός στα δανικά - afslappende, rolig, restful, fredfyldt, god nats
Τυχαίες λέξεις
Ξεκουμπώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: unbuckle
Μεταφράσεις: unbuckle