Ξεκουμπώνω στα φινλανδικά
Μετάφραση: ξεκουμπώνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrottaa, irrotella, ratkoa, unbuckle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκουμπώνω
ξεκουμπώνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ξεκουμπώνω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ξεκαρδιστικός στα φινλανδικά - ratkiriemukas, hulppea, hilpeä, hullunkurinen, hauskat, hauskoja, hulvatonta
- ξεκινώ στα φινλανδικά - alku, hätkähdys, äityä, oppinut, hätkähtää, aloittelija, alkuaika, ...
- ξεκουράζομαι στα φινλανδικά - jäte, perustaa, rentoutua, pysyä, jäädä, lepo, levätä, ...
- ξεκουραστικός στα φινλανδικά - rauhallinen, rauhallista, rauhallisen, syvän, levollisen
Τυχαίες λέξεις
Ξεκουμπώνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: irrottaa, irrotella, ratkoa, unbuckle
Μεταφράσεις: irrottaa, irrotella, ratkoa, unbuckle