Ξυλώδης στα δανικά

Μετάφραση: ξυλώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
woody, træagtig, skov, træagtige
Ξυλώδης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυλώδης

ξυλώδης βιομάζα, ξυλώδης λεξικό γλώσσας δανικά, ξυλώδης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξοδεύω στα δανικά - tilbringe, bruge, tilbringer, bruger, betale
  • ξυλεία στα δανικά - træ, skov, tømmer, træet, af træ
  • ξυπνώ στα δανικά - vække, vågne, vågner, at vågne, vækker
  • ξυράφι στα δανικά - barbermaskine, razor, barberkniv, skraber, barbermaskiner
Τυχαίες λέξεις
Ξυλώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: woody, træagtig, skov, træagtige