Ξυλώδης στα πολωνικά

Μετάφραση: ξυλώδης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drewniany, drzewiasty, lesisty, zalesiony, woody, drzewiastych
Ξυλώδης στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυλώδης

ξυλώδης βιομάζα, ξυλώδης λεξικό γλώσσας πολωνικά, ξυλώδης στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ξοδεύω στα πολωνικά - wydawać, spędzać, wydać, poświęcać, tracić, spędzić
  • ξυλεία στα πολωνικά - wręga, drzewo, cembrować, las, belka, ocembrować, szalować, ...
  • ξυπνώ στα πολωνικά - przebudzać, uświadamiać, uświadomić, ożywiać, budzić, wzbudzać, przebudzony, ...
  • ξυράφι στα πολωνικά - brzytwa, żyletka, golarka, z ostrzami, maszynki do golenia, razor, maszynki
Τυχαίες λέξεις
Ξυλώδης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: drewniany, drzewiasty, lesisty, zalesiony, woody, drzewiastych