Οργιά στα δανικά
Μετάφραση: οργιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Fathom, favn, Favne, fattelige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργιά
οργιά λεξικό γλώσσας δανικά, οργιά στα δανικά
Μεταφράσεις
- οργανίστας στα δανικά - organist, organisten, som organist
- οργανικός στα δανικά - organisk, organiske, økologisk, økologiske
- οργισμένος στα δανικά - truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes
- οργωτής στα δανικά - orgotis
Τυχαίες λέξεις
Οργιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Fathom, favn, Favne, fattelige
Μεταφράσεις: Fathom, favn, Favne, fattelige