Πέφτω στα δανικά
Μετάφραση: πέφτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fald, falde, dykke, efterår, falder, henhører, omfattet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέφτω
πέφτω ψηλά, πέφτω και σηκώνομαι στίχοι, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω κάνω το σταυρό μου, πέφτω και σηκώνομαι/unplugged version/ λιάκος νέστορας και άκης, πέφτω λεξικό γλώσσας δανικά, πέφτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- πέτο στα δανικά - revers, lapel, knaphuls, reverset
- πέτρα στα δανικά - sten, klippe, stenen, stone
- πέψη στα δανικά - fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
- πήζω στα δανικά - stivne, koagulere, koaguleringstid, at koagulere
Τυχαίες λέξεις
Πέφτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fald, falde, dykke, efterår, falder, henhører, omfattet
Μεταφράσεις: fald, falde, dykke, efterår, falder, henhører, omfattet