Πέφτω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πέφτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caducar, cair, fiel, roubar, anoitecer, lapso, queda, crise, mergulho, baixar, apedrejar, crepúsculo, pilhagem, abismar-se, outono, caem, cai
Πέφτω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέφτω

πέφτω ψηλά, πέφτω και σηκώνομαι στίχοι, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω κάνω το σταυρό μου, πέφτω και σηκώνομαι/unplugged version/ λιάκος νέστορας και άκης, πέφτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πέφτω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πέτο στα πορτογαλικά - lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de
  • πέτρα στα πορτογαλικά - pedras, lapidar, rochedo, robô, rocha, pedra, estômago, ...
  • πέψη στα πορτογαλικά - sumário, digestão, digerir, a digestão, de digestão, digest�, digestão de
  • πήζω στα πορτογαλικά - densamente, gordo, engrossar, coalhar, coagular, curdle, coalho, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέφτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: caducar, cair, fiel, roubar, anoitecer, lapso, queda, crise, mergulho, baixar, apedrejar, crepúsculo, pilhagem, abismar-se, outono, caem, cai