Πέφτω στα ιταλικά

Μετάφραση: πέφτω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svista, fioccare, immergere, crisi, discesa, errore, calata, piombare, cascare, diminuzione, autunno, caduta, cadere, scendere, diminuire, ricadere
Πέφτω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέφτω

πέφτω ψηλά, πέφτω και σηκώνομαι στίχοι, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω κάνω το σταυρό μου, πέφτω και σηκώνομαι/unplugged version/ λιάκος νέστορας και άκης, πέφτω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πέφτω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πέτο στα ιταλικά - risvolto, bavero, del risvolto, risvolto di, revers
  • πέτρα στα ιταλικά - cullare, roccia, dondolare, masso, pietra, macigno, rupe, ...
  • πέψη στα ιταλικά - digestione, la digestione, di digestione
  • πήζω στα ιταλικά - grumo, coagulo, addensare, coagulare, cagliare, curdle, cagliare il, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέφτω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: svista, fioccare, immergere, crisi, discesa, errore, calata, piombare, cascare, diminuzione, autunno, caduta, cadere, scendere, diminuire, ricadere