Παράτολμος στα δανικά

Μετάφραση: παράτολμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dristig, venturesome, halsbrækkende
Παράτολμος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράτολμος

παράτολμος ορισμός, παράτολμος συνώνυμα, παράτολμος λεξικό γλώσσας δανικά, παράτολμος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παράσιτο στα δανικά - parasit, parasitten, parasitter, parasittens
  • παράσταση στα δανικά - vise, ydeevne, ydelse, resultater, præstation, præstationer
  • παράφορος στα δανικά - kraftig, voldsom, madding, sommertrængslen
  • παρέα στα δανικά - højtid, fest, firma, selskab, parti, kammeratskab, venskab, ...
Τυχαίες λέξεις
Παράτολμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dristig, venturesome, halsbrækkende