Πλεξούδα στα δανικά
Μετάφραση: πλεξούδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεξούδα
πλεξούδα τσουρέκι, πλεξούδα καταρράκτη, πλεξούδα στεφάνι, πλεξούδα καταρράκτης με δύο σκέλη, πλεξούδα ψαροκόκαλο, πλεξούδα λεξικό γλώσσας δανικά, πλεξούδα στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλειονότητα στα δανικά - majoritet, flertal, fleste, størstedelen, flertallet, hovedparten
- πλειστηριασμός στα δανικά - auktion, Auktionen, hammerslag
- πλεονάζων στα δανικά - overflødig, redundant, overflødige, afskediget, overflødigt
- πλεονέκτημα στα δανικά - fordel, fortrin, udnytte, fordele, Fordelen
Τυχαίες λέξεις
Πλεξούδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
Μεταφράσεις: streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel