Πλεξούδα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλεξούδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
streng, draad, Strand, onderdeel, bundel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεξούδα
πλεξούδα τσουρέκι, πλεξούδα καταρράκτη, πλεξούδα στεφάνι, πλεξούδα καταρράκτης με δύο σκέλη, πλεξούδα ψαροκόκαλο, πλεξούδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλεξούδα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλειονότητα στα ολλανδικά - merendeel, meerderheid, meerderjarigheid, gros, meeste, meerderheid van stemmen, grootste deel
- πλειστηριασμός στα ολλανδικά - afslag, auctie, veiling, mijn, vendu, biedingen, veilingprijzen, ...
- πλεονάζων στα ολλανδικά - overbodig, overtollig, redundante, ontslagen, redundant
- πλεονέκτημα στα ολλανδικά - pré, baat, voordeel, belang, profiteren, gebruik, voordelen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεξούδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: streng, draad, Strand, onderdeel, bundel
Μεταφράσεις: streng, draad, Strand, onderdeel, bundel