Πλεξούδα στα ουκρανικά
Μετάφραση: πλεξούδα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пійло, пасмо, прядку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεξούδα
πλεξούδα τσουρέκι, πλεξούδα καταρράκτη, πλεξούδα στεφάνι, πλεξούδα καταρράκτης με δύο σκέλη, πλεξούδα ψαροκόκαλο, πλεξούδα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλεξούδα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πλειονότητα στα ουκρανικά - більшості, більшість
- πλειστηριασμός στα ουκρανικά - аукціон, аукціонний, розпродаж
- πλεονάζων στα ουκρανικά - надмірність, багатослівність, багатослів'я, надлишковий, надмірна, надлишкову, надлишкова, ...
- πλεονέκτημα στα ουκρανικά - привілей, перевага, користь, вигода, перевагу, право, переваги
Τυχαίες λέξεις
Πλεξούδα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пійло, пасмо, прядку
Μεταφράσεις: пійло, пасмо, прядку