Πολύκροτος στα δανικά

Μετάφραση: πολύκροτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, sensationelle, sensationel, opsigtsvækkende, sensationelt, fremragende taget
Πολύκροτος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολύκροτος

πολύκροτος συνωνυμο, πολύκροτος λεξικό γλώσσας δανικά, πολύκροτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πολύ στα δανικά - megen, meget, særlig, er meget
  • πολύγλωσσος στα δανικά - polyglot, flersprogede, mangesproget
  • πολύμοχθος στα δανικά - besværlig, vanskelig, vanskelige, besværlige, anstrengende
  • πολύπλοκος στα δανικά - kompleks, komplekse, komplekset, komplekst, kompliceret
Τυχαίες λέξεις
Πολύκροτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berømt, sensationelle, sensationel, opsigtsvækkende, sensationelt, fremragende taget