Πράξη στα δανικά

Μετάφραση: πράξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
handling, beløb, sum, bedrift, virke, dåd, handle, Act, retsakt
Πράξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πράξη

πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, πράξη χαρακτηρισμού, πράξη εφαρμογής, πράξη επτά, πράξη επιβολής εισφορών, πράξη λεξικό γλώσσας δανικά, πράξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πράκτορας στα δανικά - repræsentant, agent, middel, stof, agenten
  • πράμα στα δανικά - stof, materiale, ting, noget
  • πράος στα δανικά - mild, sød, sagtmodige, sagtmodig, ydmyge, ydmyg
  • πράσινος στα δανικά - grøn, grønlig, grønne, grønt, green, grå
Τυχαίες λέξεις
Πράξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: handling, beløb, sum, bedrift, virke, dåd, handle, Act, retsakt