Πραγματογνωμοσύνη στα δανικά
Μετάφραση: πραγματογνωμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspertise, sagkundskab, viden, kompetencer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματογνωμοσύνη
πραγματογνωμοσύνη στα αγγλικά, πραγματογνωμοσύνη english, πραγματογνωμοσύνη μηχανικού, πραγματογνωμοσύνη τεε, πραγματογνωμοσύνη κπολδ, πραγματογνωμοσύνη λεξικό γλώσσας δανικά, πραγματογνωμοσύνη στα δανικά
Μεταφράσεις
- πραγματικά στα δανικά - faktisk, virkelig, rigtig, egentlig, er virkelig, virkeligheden
- πραγματικός στα δανικά - egentlig, rigtig, sand, virkelig, ægte, real, reel, ...
- πραγματοποίηση στα δανικά - realisering, realiseringen, gennemførelse, erkendelse, realisation
- πραγματοποιώ στα δανικά - nå, indse, realisere, klar over, indser
Τυχαίες λέξεις
Πραγματογνωμοσύνη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspertise, sagkundskab, viden, kompetencer
Μεταφράσεις: ekspertise, sagkundskab, viden, kompetencer