Πραγματογνωμοσύνη στα ισλανδικά
Μετάφραση: πραγματογνωμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérþekkingu, sérþekking, þekkingu, sérfræðiþekkingu, þekking
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματογνωμοσύνη
πραγματογνωμοσύνη στα αγγλικά, πραγματογνωμοσύνη english, πραγματογνωμοσύνη μηχανικού, πραγματογνωμοσύνη τεε, πραγματογνωμοσύνη κπολδ, πραγματογνωμοσύνη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πραγματογνωμοσύνη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πραγματικά στα ισλανδικά - raunverulega, virkilega, raun, í raun, mjög
- πραγματικός στα ισλανδικά - sannur, raunverulegur, ekta, alvöru, raunveruleg, raunverulegt, raunverulega
- πραγματοποίηση στα ισλανδικά - framkvæmd, átta sig, innlausn
- πραγματοποιώ στα ισλανδικά - efna, afkasta, fullnægja, átta sig, átta sig á, grein fyrir, gera sér grein, ...
Τυχαίες λέξεις
Πραγματογνωμοσύνη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sérþekkingu, sérþekking, þekkingu, sérfræðiþekkingu, þekking
Μεταφράσεις: sérþekkingu, sérþekking, þekkingu, sérfræðiþekkingu, þekking