Πρασινωπός στα δανικά

Μετάφραση: πρασινωπός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grønlig, grøn, grønligt, grønlige, grønfarvning
Πρασινωπός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρασινωπός

πρασινωπός λεξικό γλώσσας δανικά, πρασινωπός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πραμάτεια στα δανικά - handle, merchandise, varer, varen, vare, handelsvarer
  • πρασινάδα στα δανικά - pyntegrønt, grønne, grønne områder, bevoksning, grønt
  • πρεβάζι στα δανικά - vindueskarm, vindueskarmen, vinduet vindueskarm, i vindueskarmen, en vindueskarm
  • πρεμιέρα στα δανικά - premiere, premieren, Premieres, uropførelsen
Τυχαίες λέξεις
Πρασινωπός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grønlig, grøn, grønligt, grønlige, grønfarvning