Πρασινωπός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρασινωπός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
groenig, groenachtig, groenachtige, groen, groene
Πρασινωπός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρασινωπός

πρασινωπός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρασινωπός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πραμάτεια στα ολλανδικά - waar, koopwaar, handelswaar, waren, koopwaar van, koopwaar te, goederen
  • πρασινάδα στα ολλανδικά - groen, groene, het groen, veel groen, groene omgeving
  • πρεβάζι στα ολλανδικά - richel, vensterbank, venstervensterbank, de vensterbank, venster bank, raamkozijn
  • πρεμιέρα στα ολλανδικά - première, Premiere, première van, in première, de Première
Τυχαίες λέξεις
Πρασινωπός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: groenig, groenachtig, groenachtige, groen, groene