Προπονούμενος στα δανικά
Μετάφραση: προπονούμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddannelse, træning, proponoumenos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπονούμενος
προπονούμενος λεξικό γλώσσας δανικά, προπονούμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- προπηλακίζω στα δανικά - skælde, fornærme, propilakizo
- προπονητής στα δανικά - omnibus, vogn, bus, træner, coach, træneren, træner sig
- προπονώ στα δανικά - omnibus, vogn, bus, træner, coach, træneren, træner sig
- προπορεύομαι στα δανικά - pioner, foregangsmand, forud, forud for, gå forud, gå forud for, går forud
Τυχαίες λέξεις
Προπονούμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uddannelse, træning, proponoumenos
Μεταφράσεις: uddannelse, træning, proponoumenos