Προπονούμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προπονούμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπονούμενος
προπονούμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προπονούμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προπηλακίζω στα πορτογαλικά - isolador, insultar, insulto, propilakizo
- προπονητής στα πορτογαλικά - adestrar, vagão, autocarro, autocarros, exercitar, treinar, treinador, ...
- προπονώ στα πορτογαλικά - treinar, autocarros, autocarro, adestrar, vagão, exercitar, treinador, ...
- προπορεύομαι στα πορτογαλικά - pioneiro, bandeirante, cor-de-rosa, precursor, preceder, anteceder, precedem, ...
Τυχαίες λέξεις
Προπονούμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: proponoumenos
Μεταφράσεις: proponoumenos