Προσγειώνομαι στα δανικά
Μετάφραση: προσγειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jord, lande, land, fange, deplane
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσγειώνομαι
προσγειώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, προσγειώνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσβολή στα δανικά - lovovertrædelse, skælde, forbrydelse, fornærme, angreb, angriber, samme angreb, ...
- προσγείωση στα δανικά - landing, destinationsside, landingen, repos, lander
- προσγειώνω στα δανικά - land, fange, lande, jord, deplane
- προσδένω στα δανικά - hitch, hage, anhængertræk, liften, ophæng
Τυχαίες λέξεις
Προσγειώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jord, lande, land, fange, deplane
Μεταφράσεις: jord, lande, land, fange, deplane