Land στα ελληνικά
Μετάφραση: land, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοχή, πατρίδα, έδαφος, κράτος, χώρα, προσγειώνομαι, προσαράσσω, γη, χώμα, προσγειώνω, κρατίδιο, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lam στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
- lampe στα ελληνικά - λάμπα, λυχνία, φανός, λαμπτήρα, φανού
- landbrug στα ελληνικά - γεωργία, Γεωργίας, της γεωργίας, η γεωργία, τη γεωργία
- lande στα ελληνικά - έδαφος, προσγειώνομαι, προσγειώνω, χώρες, οι χώρες, χωρών, τις χώρες, ...
Τυχαίες λέξεις
Land στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοχή, πατρίδα, έδαφος, κράτος, χώρα, προσγειώνομαι, προσαράσσω, γη, χώμα, προσγειώνω, κρατίδιο, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
Μεταφράσεις: εξοχή, πατρίδα, έδαφος, κράτος, χώρα, προσγειώνομαι, προσαράσσω, γη, χώμα, προσγειώνω, κρατίδιο, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες