Προσεγμένος στα δανικά

Μετάφραση: προσεγμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvåget, set, overvågede, iagttog, så
Προσεγμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσεγμένος

προσηλωμένος συνώνυμο, προσεγμένος λεξικό γλώσσας δανικά, προσεγμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προσδοκώ στα δανικά - vente, afvente, forvente, forventer, kan forvente
  • προσεγγίζω στα δανικά - randen, nippet, kanten, nippet til, grænsen
  • προσεκτικά στα δανικά - omhyggeligt, nøje, forsigtigt, grundigt
  • προσεκτικός στα δανικά - opmærksom, forsigtig, omhyggelig, forsigtige, Pas
Τυχαίες λέξεις
Προσεγμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overvåget, set, overvågede, iagttog, så