Πόστο στα δανικά

Μετάφραση: πόστο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
embede, poste, post, indlæg, efter, stilling, stolpe, stolpen
Πόστο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόστο

πόστο συνώνυμα, κόντρα πόστο, πόστο μεταφραση, πόστο συνώνυμο, πόστο γωνία ιωάννινα, πόστο λεξικό γλώσσας δανικά, πόστο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πόρτα στα δανικά - dør, døren, siden, siden af
  • πόσιμος στα δανικά - drikkevand, drikkevandskvalitet, konsumalkohol, af drikkevandskvalitet, drikkelig
  • πότε στα δανικά - da, når, ved, hvor
  • πότε- στα δανικά - nogensinde før, nogensinde, nogensinde tidligere, nogen sinde før
Τυχαίες λέξεις
Πόστο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: embede, poste, post, indlæg, efter, stilling, stolpe, stolpen