Πόστο στα ισλανδικά
Μετάφραση: πόστο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stólpi, póstur, staða, eftir, Færsla, Post, kjölfar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόστο
πόστο συνώνυμα, κόντρα πόστο, πόστο μεταφραση, πόστο συνώνυμο, πόστο γωνία ιωάννινα, πόστο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πόστο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πόρτα στα ισλανδικά - dyr, hurð, dyrnar, hurðin, húsi
- πόσιμος στα ισλανδικά - drykkjarhæft, neysluvatni, drykkjarhæfu, neysluvatn
- πότε στα ισλανδικά - þegar, hvenær, hvenar, um hvenar, um hvenar þau, er
- πότε- στα ισλανδικά - áður, nokkru sinni fyrr, nokkru sinni áður, nokkru sinni, alltaf áður
Τυχαίες λέξεις
Πόστο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stólpi, póstur, staða, eftir, Færsla, Post, kjölfar
Μεταφράσεις: stólpi, póstur, staða, eftir, Færsla, Post, kjölfar