Ρυθμίζω στα δανικά
Μετάφραση: ρυθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρυθμίζω
ρυθμίζω μεταφραση, ρυθμίζω συνώνυμα, ρυθμίζω αγγλικά, ρυθμίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ρυθμίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ρούχο στα δανικά - beklædning, klud, stof, klæde, kluden
- ρυάκι στα δανικά - strøm, bæk, Brook, bækken, åen
- ρυθμιστής στα δανικά - regulator, regulatoren, tilsynsmyndighed, regulerende, tilsynsmyndigheden
- ρυθμός στα δανικά - skridt, trin, gang, rytme, rytmen, tempo, takt
Τυχαίες λέξεις
Ρυθμίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
Μεταφράσεις: justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere