Ρυθμίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ρυθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρυθμίζω
ρυθμίζω μεταφραση, ρυθμίζω συνώνυμα, ρυθμίζω αγγλικά, ρυθμίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρυθμίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ρούχο στα λιθουανικά - audinys, audinio, audiniu, audiniai, skudurėliu
- ρυάκι στα λιθουανικά - srautas, upelis, upokšnis, srovė, Brook, kinės, Brookas
- ρυθμιστής στα λιθουανικά - reguliatorius, reguliavimo, reguliavimo institucija, reguliatoriaus, reguliatoriai
- ρυθμός στα λιθουανικά - žingsnis, eisena, jardas, ritmas, ritmo, ritmą, ritmu, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρυθμίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti
Μεταφράσεις: reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti