Σκλαβιά στα δανικά

Μετάφραση: σκλαβιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slaveri, slaveriet, slaver, slaveriets
Σκλαβιά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκλαβιά

σκλαβιά συνώνυμα, σκλαβιά γνωμικα, σκλαβιά χίου, τουρκική σκλαβιά, σύγχρονη σκλαβιά, σκλαβιά λεξικό γλώσσας δανικά, σκλαβιά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκλάβος στα δανικά - slave, slaven, træl
  • σκλήθρα στα δανικά - splint, splinter, splinten, splintre, udbrydergruppe
  • σκλαβώνω στα δανικά - slavebinder, trælbinder, slaver, trællebinder, til slaver
  • σκληραίνω στα δανικά - humør, Harden, hærde, hærder, hærdes, størkner
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slaveri, slaveriet, slaver, slaveriets