Σκλαβιά στα ουκρανικά
Μετάφραση: σκλαβιά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рабоволодіння, рабовласництво, рабство, поневолення, неволя
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκλαβιά
σκλαβιά συνώνυμα, σκλαβιά γνωμικα, σκλαβιά χίου, τουρκική σκλαβιά, σύγχρονη σκλαβιά, σκλαβιά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκλαβιά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σκλάβος στα ουκρανικά - раб, робот, роб, рабе, слуга
- σκλήθρα στα ουκρανικά - скалка, осколок, уламок, скалку
- σκλαβώνω στα ουκρανικά - уярмлювати, поневолювати, уярмити, поневольте, поневолює, неволить, поневолив, ...
- σκληραίνω στα ουκρανικά - напружувати, загартувати, тельфер, вдача, напружуватись, натужуватись, темперамент, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβιά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рабоволодіння, рабовласництво, рабство, поневолення, неволя
Μεταφράσεις: рабоволодіння, рабовласництво, рабство, поневолення, неволя