Στρίβω στα δανικά
Μετάφραση: στρίβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
veksle, dreje, vende, forandre, vending, scoot, en scoot
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρίβω
στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω λεξικό γλώσσας δανικά, στρίβω στα δανικά
Μεταφράσεις
- στρέμμα στα δανικά - acre, hektar, hektar store, hektar stor, acres
- στρέψη στα δανικά - torsion, vridning, torsionsfjeder
- στρίγγλα στα δανικά - Vixen, hunræv, arrigtrold, tæve, harpe
- στραβά στα δανικά - skævt, galt, awry
Τυχαίες λέξεις
Στρίβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: veksle, dreje, vende, forandre, vending, scoot, en scoot
Μεταφράσεις: veksle, dreje, vende, forandre, vending, scoot, en scoot