Συγκεκριμένος στα δανικά

Μετάφραση: συγκεκριμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøjagtig, beton, præcis, specifik, specifikke, bestemt, specifikt, særlige
Συγκεκριμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκεκριμένος

συγκεκριμένος ετυμολογια, συγκεκριμένος βικιλεξικο, συγκεκριμένος στα αγγλικά, συγκεκριμένος μετάφραση, συγκεκριμένος αγγλικα, συγκεκριμένος λεξικό γλώσσας δανικά, συγκεκριμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συγκατανεύω στα δανικά - enighed, sygkatanefo
  • συγκεκριμένα στα δανικά - specifikt, specielt, udtrykkeligt, særligt, især
  • συγκεντρώνομαι στα δανικά - forsamles, samle, koncentrere, koncentrere sig, koncentreres, koncentrerer, at koncentrere
  • συγκεντρώνω στα δανικά - indsamle, indsamler, samle, at indsamle, hente
Τυχαίες λέξεις
Συγκεκριμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nøjagtig, beton, præcis, specifik, specifikke, bestemt, specifikt, særlige