Συγκεκριμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: συγκεκριμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nákvæmur, sérstakur, sérstök, sérstakar, ákveðin, sértækt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκεκριμένος
συγκεκριμένος ετυμολογια, συγκεκριμένος βικιλεξικο, συγκεκριμένος στα αγγλικά, συγκεκριμένος μετάφραση, συγκεκριμένος αγγλικα, συγκεκριμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συγκεκριμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συγκατανεύω στα ισλανδικά - samþykki, játa, sygkatanefo
- συγκεκριμένα στα ισλανδικά - sérstaklega, tiltekið, er sérstaklega, einkum, eru sérstaklega
- συγκεντρώνομαι στα ισλανδικά - einbeita, einbeita sér, einbeitt, að einbeita, að einbeita sér
- συγκεντρώνω στα ισλανδικά - safna, að safna, innheimta, safna saman, safnað
Τυχαίες λέξεις
Συγκεκριμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nákvæmur, sérstakur, sérstök, sérstakar, ákveðin, sértækt
Μεταφράσεις: nákvæmur, sérstakur, sérstök, sérstakar, ákveðin, sértækt