Συχνός στα δανικά
Μετάφραση: συχνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συχνός
συχνός συνώνυμα, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός πονοκέφαλος, συχνός βήχας, συχνός αγγλικά, συχνός λεξικό γλώσσας δανικά, συχνός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συχνά στα δανικά - hyppigt, ofte, tit, ofte er, der ofte
- συχνάζω στα δανικά - hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere
- σφάζω στα δανικά - slagter, slagteren, butcher, slagterbutik
- σφήκα στα δανικά - hveps, gedehams, WASP, WASP spille, til WASP, WASP live
Τυχαίες λέξεις
Συχνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere
Μεταφράσεις: hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere