Συχνός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συχνός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelvuldig, frequente, frequent, regelmatig, voorkomende
Συχνός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνός

συχνός συνώνυμα, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός πονοκέφαλος, συχνός βήχας, συχνός αγγλικά, συχνός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συχνός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συχνά στα ολλανδικά - veelal, gedurig, vaak, dikwijls, menigmaal, veel, meestal, ...
  • συχνάζω στα ολλανδικά - veelvuldig, frequente, frequent, regelmatig, voorkomende
  • σφάζω στα ολλανδικά - slachter, slachten, vleeshouwer, afslachten, slager, slagerij, slagers, ...
  • σφήκα στα ολλανδικά - wesp, wasp, wespen, sluipwesp, de Wesp
Τυχαίες λέξεις
Συχνός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veelvuldig, frequente, frequent, regelmatig, voorkomende