Συχνός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συχνός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, frequentar, francês, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
Συχνός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνός

συχνός συνώνυμα, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός πονοκέφαλος, συχνός βήχας, συχνός αγγλικά, συχνός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συχνός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συχνά στα πορτογαλικά - frequente, amiúde, frequentar, frequentemente, prole, freqüentemente, muitas vezes, ...
  • συχνάζω στα πορτογαλικά - frequente, francês, frequentar, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
  • σφάζω στα πορτογαλικά - massacrar, açougueiro, carniceiro, Butcher, açougue, talho
  • σφήκα στα πορτογαλικά - vespa, banhar, lavar, lavagem, wasp, vespas, da vespa, ...
Τυχαίες λέξεις
Συχνός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: frequente, frequentar, francês, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente