Σχίζω στα δανικά
Μετάφραση: σχίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåre, rive, river, stykker, at rive, i stykker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχίζω
σκίζω φρήν, σκίζω ή σκίζω, σχίζω ετυμολογια, σχίζω φρήν, σχίζω φρενός, σχίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σχίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- σχέση στα δανικά - forbindelse, forening, forhold, forholdet, forbindelser, sammenhæng, relation
- σχήμα στα δανικά - form, facon, formen, figur
- σχεδία στα δανικά - tømmerflåde, raft, flåden, flåde, redningsflåde
- σχεδιάζω στα δανικά - hensigt, tegning, plan, planlægge, design, motiv, designet, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tåre, rive, river, stykker, at rive, i stykker
Μεταφράσεις: tåre, rive, river, stykker, at rive, i stykker