Σχίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: σχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kljúfa, rífa, tár, slíta, að rífa, ríf
Σχίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχίζω

σκίζω φρήν, σκίζω ή σκίζω, σχίζω ετυμολογια, σχίζω φρήν, σχίζω φρενός, σχίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σχίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σχέση στα ισλανδικά - tengsl, samband, sambandið, tengslin, sambandi
  • σχήμα στα ισλανδικά - lögun, form, móta
  • σχεδία στα ισλανδικά - fleki, Raft, drögum að
  • σχεδιάζω στα ισλανδικά - ráðgera, ráð, fyrirætlun, áforma, hönnun, hönnunar
Τυχαίες λέξεις
Σχίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kljúfa, rífa, tár, slíta, að rífa, ríf