Τελειοποίηση στα δανικά

Μετάφραση: τελειοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
perfektion, fuldkommenhed, perfekt, perfekte
Τελειοποίηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τελειοποίηση

τελειοποίηση συνώνυμα, τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, παθητική τελειοποίηση, ενεργητική τελειοποίηση, τελειοποίηση λεξικό γλώσσας δανικά, τελειοποίηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τελείως στα δανικά - helt, fuldstændigt, fuldstændig, fuldt, komplet
  • τελείωσε στα δανικά - færdig, færdige, færdigt, faerdige, det færdige
  • τελειοποιώ στα δανικά - mastering, beherskelse, mestring, beherske
  • τελειώνω στα δανικά - ende, fuldende, færdig, Udfør, slut, mål, overflade
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποίηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: perfektion, fuldkommenhed, perfekt, perfekte