Τελειοποίηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: τελειοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volmaaktheid, afgodsbeeld, afgod, perfectie, volkomenheid, de perfectie, in de perfectie, perfect
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τελειοποίηση
τελειοποίηση συνώνυμα, τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, παθητική τελειοποίηση, ενεργητική τελειοποίηση, τελειοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τελειοποίηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τελείως στα ολλανδικά - absoluut, vooral, bepaald, beslist, strikt, volstrekt, zeker, ...
- τελείωσε στα ολλανδικά - beëindigd, afgewerkt, klaar, afgelopen, afgewerkte, voltooide, eindproduct
- τελειοποιώ στα ολλανδικά - perfect, schoon, zuiver, onvermengd, volmaakt, puur, helder, ...
- τελειώνω στα ολλανδικά - volbrengen, afhandelen, einde, afmaken, eind, beëindigen, uitgaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volmaaktheid, afgodsbeeld, afgod, perfectie, volkomenheid, de perfectie, in de perfectie, perfect
Μεταφράσεις: volmaaktheid, afgodsbeeld, afgod, perfectie, volkomenheid, de perfectie, in de perfectie, perfect