Τελειοποίηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: τελειοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullkomnun, Fullkomleiki, Perfection, nú fullkomnun
Τελειοποίηση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τελειοποίηση

τελειοποίηση συνώνυμα, τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, παθητική τελειοποίηση, ενεργητική τελειοποίηση, τελειοποίηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τελειοποίηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τελείως στα ισλανδικά - alveg, algjörlega, fullkomlega, algerlega, fullu
  • τελείωσε στα ισλανδικά - yfir, lokið, búin, lauk, búinn, fullunna
  • τελειοποιώ στα ισλανδικά - húsbóndi, Mastering
  • τελειώνω στα ισλανδικά - endi, lyktir, enda, fullgera, álykta, lok, ljúka, ...
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποίηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fullkomnun, Fullkomleiki, Perfection, nú fullkomnun