Τράνταγμα στα δανικά
Μετάφραση: τράνταγμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryk, bump, stød, jolt, rystelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τράνταγμα
τράνταγμα στη μέση, τράνταγμα αυχένα, τράνταγμα στον ύπνο, τράνταγμα λεξικό γλώσσας δανικά, τράνταγμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- τούφα στα δανικά - tot, dusk, tuft, kvast, klynge
- τράβηγμα στα δανικά - trække, drag, tegning, tegningen, træk, tegne
- τράπεζα στα δανικά - bred, bank, banken, bankens, Banks
- τράπουλα στα δανικά - pakke, spil kort, pack kort, spillekort, kortspils
Τυχαίες λέξεις
Τράνταγμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ryk, bump, stød, jolt, rystelse
Μεταφράσεις: ryk, bump, stød, jolt, rystelse