Τράνταγμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: τράνταγμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штуршок
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τράνταγμα
τράνταγμα στη μέση, τράνταγμα αυχένα, τράνταγμα στον ύπνο, τράνταγμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τράνταγμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- τούφα στα λευκορωσικά - пучок, пук
- τράβηγμα στα λευκορωσικά - цягнуць, малюнак
- τράπεζα στα λευκορωσικά - банк, бераг
- τράπουλα στα λευκορωσικά - калода
Τυχαίες λέξεις
Τράνταγμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: штуршок
Μεταφράσεις: штуршок